- ζαχαροπλαστείο
- το1. το εργαστήρι όπου παρασκευάζονται τα γλυκίσματα.2. το κατάστημα στο οποίο πωλούνται γλυκίσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαχαροπλαστείο — το κατάστημα κατασκευής και πωλήσεως γλυκισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στους αδελφούς Κυριακό και Μανουήλ Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πατισ(σ)ερί — η άκλ. ζαχαροπλαστείο, κατάστημα που πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patisserie] … Dictionary of Greek
πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… … Dictionary of Greek
Ιακώβου, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1948 –). Ολυμπιονίκης και προπονητής της άρσης βαρών. Ο άνθρωπος που πιστώνεται με την άνθηση της ελληνικής άρσης βαρών και με ιστορικές ολυμπιακές επιτυχίες, μεγάλωσε στο ζαχαροπλαστείο της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη … Dictionary of Greek
κοκ — το (λ. αγγλ.), άκλ. 1. ό,τι απομένει έπειτα από την ξερή απόσταξη των λιθανθράκων. 2. είδος γλυκίσματος: Το ζαχαροπλαστείο αυτό έχει ωραία κοκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανταρία — η (λ. ιταλ.) 1. ομάδα φαντάρων, πολλοί φαντάροι μαζί: Το ζαχαροπλαστείο γεμίζει από φανταρία. 2. το σύνολο των φαντάρων, το σύνολο του πεζικού, το πεζικό, η πεζούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)